- υψογραφικός
- -ή, -ό, Ν [υψογραφία]1. αυτός που καταγράφει τα διάφορα ύψη τού εδάφους ή τα βάθη τής θάλασσας2. φρ. «υψογραφική καμπύλη» — η υψομετρική καμπύλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υψογραφικός — ή, ό αυτός που καταγράφει τα διάφορα ύψη του εδάφους ή τα βάθη των θαλασσών: Υψογραφική καμπύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)